κακόβουλος — ill advised masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακόβουλος — η, ο (ΑΜ κακόβουλος, ον) νεοελλ. αυτός που γίνεται με κακή πρόθεση («κακόβουλες διαδόσεις») νεοελλ. μσν. αυτός που σκέπτεται ή θέλει το κακό τού άλλου, κακεντρεχής, χαιρέκακος («κακόβουλος άνθρωπος») αρχ. 1. αυτός που σκέπτεται ασύνετα, ο ανόητος … Dictionary of Greek
κακόβουλος — η, ο επίρρ. α αυτός που θέλει το κακό των άλλων, μοχθηρός, εμπαθής: Αυτός είναι κακόβουλος άνθρωπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακοβουλοτέρων — κακόβουλος ill advised fem gen comp pl κακόβουλος ill advised masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοβούλως — κακόβουλος ill advised adverbial κακόβουλος ill advised masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακόβουλον — κακόβουλος ill advised masc/fem acc sg κακόβουλος ill advised neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοβουλότατος — κακόβουλος ill advised masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοβουλότερος — κακόβουλος ill advised masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοβούλοις — κακόβουλος ill advised masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοβούλου — κακόβουλος ill advised masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοβούλους — κακόβουλος ill advised masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)